ὤγμευον

ὤγμευον
ὀγμεύω
move in a straight line
imperf ind act 3rd pl
ὀγμεύω
move in a straight line
imperf ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ογμεύω — ὀγμεύω (Α) [όγμος] 1. (για γεωργό που καλλιεργεί ή θερίζει) κινούμαι σε ευθεία γραμμή, κάνω ευθεία γραμμή με το άροτρο 2. βαδίζω σε σειρά μπροστά από κάποιον («τὸ πλῆθος τῶν πεζῶν καὶ τῶν ἱππέων ὤγμευον αὐτῷ», Ξεν.) 3. φρ. «ὀγμεύω στίβον» (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”